-
1 более
более 1) (больше) περισσότερο, πλέον, πιο· \более чем когда-л. περισσότερο από κάθε φορά· \более или менее λίγο πολύ· всё \более и \более όλο και πιο πολύ 2), (сравн. ст. от много) πιο· \более спокойный πιο ήρεμος ◇ \более того επιπλέον, εξάλλου; тем \более άλλωστε* * *1) ( больше) περισσότερο, πλέον, πιοбо́лее чем когда́-л. — περισσότερο από κάθε φορά
бо́лее и́ли ме́нее — λίγο πολύ
всё бо́лее и бо́лее — όλο και πιο πολύ
2) (сравн. ст. от много) πιοбо́лее споко́йный — πιο ήρεμος
••бо́лее того́ — επιπλέον, εξάλλου
тем бо́лее — άλλωστε
-
2 более
1. βλ. больше.2. πιο, περισσότερο•-спокойный πιο -ήσυχος•
более смелый πιο τολμηρός.
εκφρ.более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•тем более – ακόμα περισσότερο•более чем – περισσότερο απ’ ότι. -
3 более
болеенареч1. περισσότερο, μᾶλλον:тем \более, что... πολύ περισσότερο πού...; \более или менее λίγο πολύ, μᾶλλον, κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον \более того καί ἐπιπλέον2. (сравн. ст. от много) περισσότε-ρο[ν], πλέον, πιό (πολύ):\более серьезное положение πιό σοβαρή κατάσταση. -
4 менее
менее(сравнит, ст. от мило) (ὁ)λιγώ-τερο[ν], μικρότερο[ν]:\менее двух месяцев λιγώτερο ἀπό δύο μήνες· не \менее ὁχι λιγώτερο· ◊ тем не \менее καί ὅμως· \менее всего τό λιγώτερο ἀπ' ὀλα· более или \менее μᾶλλον, κατά τό μάλλον καί ἡττον, λίγο πολύ. -
5 немало
немалонареч ὄχι λίγο, πολύ. -
6 немало
[νιμάλα] εκίρ. όχι λίγο, πολύ -
7 немало
[νιμάλα] επίρ όχι λίγο, πολύ -
8 сколько-нибудь
(αντων. κ. επίρ.)όσο• όσος, -η, -ο ή όσοι, όσες, όσα• μια ποσότητα, όσο να είναι. || όσο, ως ένα βαθμό• λίγο-πολύ. -
9 мало
мало1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·2. предик безл:этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ. -
10 мало
мало 1. нареч. λίγο, λιγάκι· здесь \мало народу εδώ είναι λίγος κόσμος 2. предик, είναι λίγο' этого слишком \мало αυτό είναι πολύ λίγο* * *1. нареч.λίγο, λιγάκι2. предик.здесь ма́ло наро́ду — εδώ είναι λίγος κόσμος
э́того сли́шком ма́ло — αυτό είναι πολύ λίγο
-
11 недолго
επιρ.1. όχι πολύ χρόνο λίγο•он недолго думал αυτός λίγο σκέφτηκε•
недолго продолжался бой λίγο κράτησε η μάχη•
этот больной протянет недолго αυτός ο άρρωστος δε θα τραβήξει πολύ (δε θα ζήσει πολύ).
2. εύκολα•и схватить насморк δε χρειάζεται πολύ για αρπάξεις το συνάχι.
εκφρ.недолго и до греха ή до беды – δεν αργεί το κακό να έρθει. -
12 мало
επίρ.1. λίγο•он мало ест αυτός λίγο τρώγει•
мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.
|| λιγοστά, λιγούτσικα.2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).
εκφρ.мало ли – άραγε λίγο;•мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργαα) λίγο, παρά λίγοон не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•мало того – εκτός απ αυτό•ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•того, что... – δε φτάνει που... -
13 недолго
недолго λίγο καιρό, όχι πολύ καιρό* я вас \недолго задержу δε θα σας κρατήσω πολύ καιρό* * *λίγο καιρό, όχι πολύ καιρόя вас недо́лго задержу́ — δε θα σας κρατήσω πολύ καιρό
-
14 много
επίρ.1. πολύ•он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•
много лет πολλά χρόνια•
вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•
много лучше πολύ καλύτερα.
|| (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•так много ? τόσο πολύ;•
много ли? πολύ; (ποσό).
2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•
он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•
не очень много όχι πάρα πολύ•
слишком много πάρα πολύ.
3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.
εκφρ.по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. -
15 очень
оченьнареч πολύ:\очень широкий πολύ φαρδύς· \очень чистый πεντακάθαρος, πολύ καθαρός· \очень хитрый παμπόνηρος· \очень мало πολύ λίγο· \очень много πάρα πολύ· \очень быстро πολύ γρήγορα· не \очень хорошо ὄχι πολύ καλά· не \очень ὄχι καί τόσο. -
16 много
многонареч πολύ:\много лет πολλά χρόνια· \много раз πολλές φορές, πολλάκις· очень \много πάρα πολύ· это слишком \много εἶναι πάρα πολύ· так \много τόσο πολύ· ·\много больше πολύ περισσότερο· \много шу́му из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε· \много знать ξέρω πολλά· ◊ни \много и и ма́ло οὔτε λίγο, ὁὔτε πολύ. -
17 ни
ни ούτε* ни... ни... ούτε... ούτε...· ни больше, ни меньше ούτε πολύ, ούτε λίγο· как бы то ни было όπως κι αν είναι* ни за что με κανένα τρόπο* * *ни... ни… — ούτε... ούτε…
ни бо́льше ни ме́ньше — ούτε πολύ, ούτε λίγο
как бы то ни́ было — όπως κι αν είναι
ни за что́ — με κανένα τρόπο
-
18 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
19 приложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, βάζω•приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•
приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•
печать βάζω σφραγίδα.
2. επισυνάπτω•приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.
|| επιπροσθέτω, επαυξάνω.3. καταβάλλω•приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.
|| εφαρμόζω•приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.
1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.
2. φιλώ, ασπάζομαι•она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•
приложить к руке φιλώ το χέρι.
3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.εκφρ.остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν. -
20 чересчур
чересчурнарек. πάρα πολύ, ὑπερβολικά, ὑπερμέτρως:\чересчур тяжелый πάρα πολύ δύσκολος· \чересчур холодный ὑπερβολικά κρύος· \чересчур много а) (о массе) παραπολύ, πάρα πολύ, б) (об отдельных предметах) πάρα πολλές, πάρα πολλά· \чересчур мио́го воды πάρα πολύ νερό· \чересчур много людей πάρα πολλοί ἄνθρωποι· \чересчур мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уже \чересчур αὐτό πιά ξεπερνάει τά δρια
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek